- αποχαιρετιστήριος
- ος, ο[ν] прощальный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποχαιρετιστήριος — α, ο αυτός που γίνεται για αποχαιρετισμό («αποχαιρετιστήριο γεύμα», «αποχαιρετιστήρια παράσταση»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αποχαιρετίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
αποχαιρετιστήριος — α, ο αυτός που γίνεται για αποχαιρετισμό: Για να τον τιμήσουν περισσότερο οργάνωσαν και αποχαιρετιστήριο γεύμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συντακτήριος — ον, ΜΑ [συντακτήρ] το αρσ. ως ουσ. ὁ συντακτήριος (ενν. λόγος) αποχαιρετιστήριος λόγος μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ συντακτήριον ο συντακτήριος λόγος αρχ. συντακτικός … Dictionary of Greek
συντακτικός — ή, ό / συντακτικός, ή, όν, ΝΑ, και συνταχτικός Ν [συντάσσω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύνταξη νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σύνταγμα μιας χώρας 2. το ουδ. ως ουσ. το συντακτικό γραμμ. το μέρος τής γραμματικής που… … Dictionary of Greek